μέθυσμα

μέθυσμα
μέθυσμα
an intoxicating drink
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέθυσμα — (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) [μεθύω] μέθη, μεθύσι αρχ. μεθυστικό ποτό …   Dictionary of Greek

  • μεθυσμάτων — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθύσματι — μέθυσμα an intoxicating drink neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθύσματος — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”